- επιβραβεύω
- επιβράβευσα, επιβραβεύτηκα, επιβραβευμένος, μτβ., βραβεύω για κάτι, αναγνωρίζω έμπρακτα με υλική ή ηθική αμοιβή την αρετή ή τις πράξεις κάποιου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.